Ιστορία – Ταυτότητα

 “Γεννήθηκα στη Μυτιλήνη, στο σπίτι μας στην Επάνω Σκάλα. Δίπλα ήταν το σιδεράδικο του κυρ-Ηλία, του πατέρα μου.
Η καταγωγή μου ήταν από το Σκαλοχώρι, το γένος Πινέλλη. Πήραμε το όνομα Δεμερτζής από τη δουλειά μας (Demir = σίδερο στα τουρκικά). Πέντε γενιές σιδεράδες βλέπεις…
Μικρός εγώ, από πέντε παιδιά, γνώρισα τον κόσμο εκείνης της δύσκολης δεκαετίας του ΄60, που οικογένεια ήταν όλη η γειτονιά, που ο κόσμος έφευγε μετανάστης για να ζήσει, που αν δεν στήριζε τότε ο ένας τον άλλο, όλοι χαμένοι θα ήμασταν σήμερα.
Στις αλάνες και στους χωματένιους δρόμους της Επάνω Σκάλας και του Συνοικισμού έφτιαξα τον μικρό κόσμο των παιδικών μου χρόνων.
Παιχνίδια τότε δεν είχαμε. Έπρεπε ή να τα φανταζόμασταν ή να τα εφεύρουμε μοναχοί μας.
Οι μανάδες έραβαν με κουρέλια, κούκλες στις κόρες τους. Οι πιο ευκατάστατες και επιδέξιες, από τα ρετάλια ράβανε κανένα κουκλίστικο φουστανάκι, ίσα-ίσα να βολεύεται η κατάσταση.
Εμείς τα αγόρια πάλι, περιμέναμε να δούμε, τι δεν ήθελαν οι μεγάλοι, τι ήταν χαλασμένο, τι δεν έπαιρνε άλλη επιδιόρθωση, και αυτό κάναμε παιχνίδι μας.
Παλιά λάστιχα από τα ποδήλατα, στεφάνια από τα βαρέλια, ήταν οι πρώτες μας «ρόδες». Τα κυλούσαμε και τρέχοντας δίπλα τους κάναμε αγώνες ταχύτητας. Χτυπώντας τα κάθε τόσο με ένα ξύλο.
Με ρουλεμάν που έβρισκα στο σιδεράδικο φτιάχναμε πατίνια και κατεβαίνοντας τις απότομες κατηφόρες του συνοικισμού, από το Θέατρο κάτω στην παραλία, τσακίζαμε γόνατα, αγκώνες και πότε-πότε τα κεφάλια μας.
Το σιδεράδικο ήταν σαν παιδική χαρά για μένα. Ηταν και το πρώτο μου σχολειό. Και ο πατέρας μου, ο πρώτος μου δάσκαλος. Όχι μόνο στο να δουλεύω με φωτιά και σφυρί το σίδερο, αλλά να δουλεύω και τη ζωή…«Μητρελ’» με φώναζε, κι εγώ έτρεχα κοντά του. Μου άρεσαν πολύ οι ιστορίες που διηγιόταν ο πατέρας μου. Ακόμα τις θυμάμαι όλες, και τις διηγιέμαι κι εγώ με τη σειρά μου.
«Μητρελ’, απέναντι έχουμι ένα τοίχου τσι θέλουμι να του μπηράσουμι, να πάμι απ’ τν άλλ’ τ’ μεριά, που είν’, οι καναπέδις τσι κάθουντ’ οι αθρώπ’ τσι ξεκουραζόντιν. Έχουμι ένα πιστόλ’ στου χερ’ μας. ’μα βαρούμι πιστουλιές πέρα – δώθε, τίπουτα δε θα κάνουμι. Μοναχά τρύπις θαν ανοίξουμι στου ντοίχου, τσι μέσ’ απ’ τσ τρύπις θα βλέπουμι τσ άλλ’ να καθούντι, τσι ημείς δε θα μπουρούμι να πάμι, τσι θα ζλεύουμι. Πρέπ’ να σμαδέψ, τσι να ρίξ’ ούλις τς σφαίρις σε μια μερία. Να κάν’ς τρύπα. Κι απ’ τ’ν τρύπα, θα πιράχς. ’μα τ’ γκάνς’ μιγάλ ντρύπα, μπουρεί να πιράχς τσι μένα,. Να ξηκουραστώ τσι γω, που κουράσκα να δλεύου …»
Δεν ήξερε πολλά γράμματα ο πατέρας μου. Είχε όμως αυτό το είδος της σοφίας που προστίθεται με τα χρόνια και τη γνώση της ζωής. Και θέλησε αυτή τη γνώση και εμπειρία να την περάσει στα παιδιά του, με μικρές απλές ιστορίες – παραβολές, που είχαν πάντα «κεντρική ιδέα» και «ηθικό δίδαγμα».
«Κοίτα να βάλεις ένα στόχο στη ζωή σου και μη σπαταλιέσαι αδιαφόρετα» ήταν η προτροπή της ιστορίας του πατέρα μου, που πιο πάνω περιγράφω.
Απ’ αυτόν έμαθα να μαζεύω και πριν πετώ κάτι, να το κοιτάζω δύο και τρεις φορές. Ο πατέρας μου βλέπεις, ανακάλυψε την ανακύκλωση, από ανάγκη. Μάζευε παλιά σίδερα, παλιές μηχανές, ότι έβρισκε στην αρχή κι ότι του μάζευαν και του έφερναν, αργότερα, κι αυτός τα αξιοποιούσε σε καινούριες κατασκευές. Εγώ τον κοίταζα…
Δώδεκα χρονών μπήκα στο γυμνάσιο. Τα βράδια παρακολουθούσα την τεχνική σχολή, να γίνω ηλεκτρολόγος. Ημουν ξύπνιος και καλός μαθητής, μου δώσανε υποτροφία. Πέντε χιλιάδες δραχμές από το γυμνάσιο και πέντε από την τεχνική, σύνολο δέκα.
…Και ξεκίνησα την πρώτη δουλειά με αυτό το κεφάλαιο. Φιάλες υγραερίου Esso Papas. Αγόραζα και πουλούσα στη γειτονιά. Κέρδος πέντε δραχμές η φιάλη.
Με τα κέρδη αγόραζα από τους γυρολόγους διάφορα, κυρίως βιβλία, που μου άρεσε πολύ να ξεφυλλίζω. Τα μάζευα σε μιαν αποθήκη που είχαμε στο σπίτι για τα ξύλα.
’μα χειμώνιασε ανοίγει η μάνα μου την αποθήκη, τι να δει; Την είχα γεμίσει μέχρι επάνω. Που να βάλει τα ξύλα η γυναίκα; Φωνάζει τον πατέρα μου, πέφτω εγώ στη μέση. Τρώω ένα χέρι ξύλο.
Ύστερα ο πατέρας μου φώναξε έναν άνθρωπο και τον πλήρωσε να τα πετάξει. Να βάλει τα ξύλα του ο άνθρωπος…
Μάζεψα ότι πρόλαβα και τα πήγα στης κυρα-Βασιλικής της γειτόνισσας, αλλά με
έδιωξε κι αυτή με τη σειρά της, άμα γέμισα το χώρο που μου είχε παραχωρήσει.
Από κει πια και πέρα, πήγα σε δικό μου χώρο, νοικιασμένο, κοντά στο Βαλιδέ Τζαμί κι ησύχασα κι εγώ κι αυτοί. Ημουν τότε χρονών δεκατέσσερα.
Και κάπως έτσι ξεκίνησαν και γίνανε όλα αυτά…”

Ο Δημήτριος ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ

Επετειακό Λεύκωμα

Πενήντα χρόνια Δημιουργίας

Γεννήθηκα μέσα σε παλιά έπιπλα, παλιά αντικείμενα, παλιά έργα τέχνης. Το μέλλον μου υπήρξε από την πρώτη του στιγμή αναπόσπαστα δεμένο με το παρελθόν. Τι πιο φυσικό να δώσω αυτό τον τίτλο, ΠΑΡΕΛΘΟΝ, στην επιχείρηση που δημιούργησα, συνεχίζοντας τη δουλειά που κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Τώρα μπροστά στην ποιοτική αλλαγή και τον μορφολογικό μετασχηματισμό του παραδοσιακού παλαιοπωλείου σε επιχείρηση πολιτιστικής μεταποίησης αισθάνομαι χρέος να δώσω την μαρτυρία της πορείας μου στο χρόνο μέσα από ένα Επετειακό φωτογραφικό Λεύκωμα του υλικού που ως διαχειριστής και διακομιστής έφερα από ένα πριν σ’ ένα μετά, από το παρελθόν στο μέλλον. Οι σκέψεις μου αυτές ας κατατεθούν ως φόρος τιμής για ό,τι πέρασε και υποθήκη σε ό,τι μέλει να έρθει.
Δημήτρης Δεμερτζής

 

Το παλαιοπωλείο της ΕΡΜΟΥ

Πρόλογος του Επιμελητή

Πολιτιστική ταυτότητα και πολιτισμική μνήμη, λαϊκή παράδοση και εθνική κληρονομιά, τοπική ιστορία και ιστορική συνείδηση. Ο χώρος… ο χρόνος… ο άνθρωπος…
Η μανία του συλλέκτη, σε συνδυασμό με την καλλιτεχνική ευαισθησία του δημιουργού και την πολύχρονη εμπειρία του ειδικού (συγκερασμός περισσοτέρων ιδιοτήτων της προσωπικότητας του Δημήτρη Δεμερτζή), δίνουν ως αποτέλεσμα πολύτιμο προϊόν φροντίδας, μόχθου και δουλειάς ετών: τη συλλογή, επιδιόρθωση, ανάπλαση, αναπαραγωγή και διάθεση έργων και αντικειμένων τέχνης.
Το Επετειακό Λεύκωμα που δημοσιεύεται με τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων λειτουργίας του παλαιοπωλείου ΠΑΡΕΛΘΟΝ στοχεύει να παρουσιάσει την πορεία της επιχείρησης από το πρώτο της ξεκίνημα το 1960 μέχρι σήμερα. Ο Λόγος της εικόνας, μέσα από στοιχεία άμεσα ή έμμεσα συνδεόμενα με την ύπαρξη και τις δραστηριότητές της, αναδείχνει ταυτόχρονα θραύσματα του πολιτισμού, με τρόπο που ο χώρος και ο χρόνος του συγκεκριμένου, διαχέεται στον χώρο και τον χρόνο του καθολικού, εγγράφοντας στην προσωπική τους ιστορία, ένα κομμάτι της πολιτιστικής Ιστορίας του τόπου μας.
Θόδωρος Γραμματάς

Ι. Διαρρέων χρόνος και αχρονικό παρόν
Ημερομηνίες… χρονολογίες… ιστορικά γεγονότα… πρόσωπα… έργα… αντικείμενα… πολιτισμός. Ο άνθρωπος στο πέρασμα της Ιστορίας. Ίχνη, σημάδια παρουσίας, άλλοτε θαμπά κι άλλοτε ξεκάθαρα, μαρτυρίες μιας εποχής που κάποτε γι’ άλλους υπήρξε ένα παρόν, για κάποιους άλλους ένα μέλλον, για μας σίγουρα, είναι παρελθόν.
Χρόνος. Μια διαρκής ροή αέναης ουσίας που προσμετράται υποκειμενικά με τη βιωματική εμπειρία της συνείδησης, αντικειμενικά με τους τρόπους και τις μεθόδους πλασματικής καταγραφής αυτού που κάποτε υπήρξε, ενώ τώρα πια ανήκει αλλού.
Ποιος να ‘ναι ο τρόπος προσδιορισμού και συνειδητοποίησης της διαρκούς μεταβολής του; Ποια είναι η σύλληψη αυτή που ξεπερνά τα όρια της σχηματοποιημένης ερμηνείας του; Κάποια μαθηματική έννοια, ή μια αλγεβρική εξίσωση που στη θεωρητική ή την εφαρμοσμένη – μέσω της τεχνολογίας – μορφή της δίνουν απαντήσεις και προτείνουν λύσεις επιστημονικής ή και φαντασιακής ερμηνείας του ζητούμενου; Κάποια φιλοσοφικά διανοήματα που ποικιλότροπα – κάποτε και αντιφατικά – απαντούν στο πρόβλημα του χρόνου, τη λειτουργία του ως μορφή εποπτείας και την ποιοτική του ενσωμάτωση στα πλαίσια της μεταφυσικής ή της οντολογίας;
Ίσως κι αυτά .. σίγουρα ναι. Όμως πιο πέρα κι απ’ το στοχασμό, το πνεύμα, την αφαίρεση, είναι η Τέχνη, που με τα έργα της συγκεκριμενοποιεί παραστατικά την έννοια του χρόνου, που αποτυπώνει, μέσα από ιδιομορφίες τις εκδοχές του δυνατού που συμβάλλει και μορφοποιεί ο νους του ανθρώπου στο πέρασμα της Ιστορίας.
Αυτή η μορφή δημιουργίας, όπως έχει διασωθεί μέχρι τις μέρες μας κι όπως προσεγγίζεται από μας, αποτελεί την πιο χειροπιαστή απεικόνιση του χρόνου μέσα στο διαρκές ασυνεχές παρόν του, που ξεπερνά τις παγιωμένες δομές λειτουργίας του ανθρώπινου πνεύματος και μετατρέπει τη συσσωρευμένη ποσότητα σε εκζήτηση της ποιότητας, συντελώντας στην υπέρβαση και τον μετασχηματισμό του από μετρήσιμο μέγεθος, σε συνειδησιακό αγαθό.

Ο Ηλίας Δεμερτζής από τον πόλεμο του 1940

Ο Ηλ. Δεμερτζής με τη μητέρα του

Ο Ηλ. Δεμερτζής στο παλαιοπωλείο της Ερμού

Ο Ηλ. Δεμερτζής με τη σύζυγό του και τον υιό του Δημήτριο

ΙΙΙ. Διαδικασίες μεσολάβησης και καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Για να μετατραπεί το δύσμορφο σε όμορφο και ν’ αποκατασταθεί το κάλλος που ο τεχνίτης κάποτε, στο παρελθόν, προσέδωσε στο αντικείμενο της δημιουργίας του, για να συντελεσθεί η αισθητική απόλαυση του έργου τέχνης μιας άλλης εποχής από τη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου, απαιτείται μια διαδικασία λεπτή και εξειδικευμένη, άλλοτε μακρόχρονη κι άλλοτε επίπονη, πάντα όμως ευρηματική και ιδιάζουσα.
Πρόκειται για τις διαδικασίες μεσολάβησης του εραστή του ωραίου, του καλλιτέχνη – δημιουργού που ξεκινούν από τη σωστή επιλογή και αξιολόγηση ακόμα και σπαραγμάτων του παρελθόντος, που όμως γι’ αυτόν – τον ειδικό- διαθέτουν αντιπροσωπευτικά στοιχεία που αξιολογούνται δια μιας.
Σ’ αυτές, προστίθενται σταδιακά οι φάσεις επεξεργασίας και ανάδειξης του αυθεντικού, αποκατάστασης και συντήρησης της αξίας του, που ολοκληρώνουν τη δημιουργική του a posteriori παρέμβαση, στην απλή πρωτογενή συλλογή και διάθεση παλαιών έργων τέχνης του παλαιοπώλη.
Αυτή ακριβώς είναι η ιδιαιτερότητα του Παρελθόντος και σ’αυτό συνιστάται η φυσιογνωμία του: Στο πάθος που έχουν οι άνθρωποι του για την πολιτιστική κληρονομιά, την ευαισθησία που δείχνουν για την ανάδειξη της καλλιτεχνικής αξίας του έργου τέχνης που αναδύεται μέσα στο χρόνο, ύστερα από εργασίες ποικίλου είδους (αποκατάσταση, συντήρηση, αναψηλάφηση, αναπαλαίωση). Το σεβασμό και την προστασία της παράδοσης, μέσα από τη διάσωση της από τη λαίλαπα του καταναλωτισμού και τη διάδοση της τόσο σ’ ένα περιορισμένο αριθμό συλλεκτών και φιλότεχνων, όσο και στο ευρύτερο κοινό που επιζητεί τρόπους αισθητικής πλαισίωσης της καθημερινότητας του.

Ο Ηλίας Δεμετζής στο παλαιοπωλείο της Ερμου
Σχολιασμός της πραμάτιας της ημέρας 1970

ΙΙ. ’ψυχος και βιωματικός χώρος
Τι είναι το άχρηστο και τι το περιττό; Ποια είναι τα πλαίσια που οριοθετούν την ταυτότητα της διαφοράς στο χώρο και το χρόνο; Πώς αξιολογείται το οικείο και πως το ανοικείο, όχι πια με κριτήρια λειτουργικής χρησιμότητας αλλά με αισθητικά και διαχρονικά δεδομένα;
Χώρος δουλειάς και δημιουργίας, τόπος διαμονής και διαβίωσης, οροθετημένος ή ελεύθερος χώρος εκδήλωσης της ανθρώπινης δράσης, πεδίο ανάπτυξης και έκφρασης του πολιτισμού.
Αυτό που είναι πολύτιμο ή απαραίτητο σε μια γενιά γίνεται άχρηστο και αδιάφορο για την επόμενη δημιουργώντας την αλλαγή και την εξέλιξη, την πρόοδο και τον μοντερνισμό.
Κατ’ αυτό τον τρόπο ανεπαισθήτως – για την μεταγενέστερη συνείδηση – η εικόνα του χώρου γίνεται αποτύπωση της ψυχής και η μεταβολή στον χώρο, σηματοδοτεί την αλλαγή στον προσανατολισμό και τα ενδιαφέροντα, τη μέθοδο δουλειάς και τη νοοτροπία. Κατάλοιπα μιας προσωπικής ζωής που αποκτούν μια μεγιστοποιημένη σημασία, θραύσματα της ανθρώπινης δημιουργικότητας που στοιχειοθετούν το αλλού και άλλοτε, υπόλοιπα ενός παρελθοντικού σκοπού που συνιστούν τους δείκτες πορείας κάποιου αντιπροσωπευτικού παραδείγματος, ζωντανεμένα σ’ ένα υπαρκτό, παροντικό χώρο, το ΠΑΡΕΛΘΟΝ, βιωματικής σχέσης του δημιουργού με το χρόνο.

Το ¨ΠΑΡΕΛΘΟΝ” εκθέτει
(Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας)

IV Αισθητική απόλαυση και διαχρονική λειτουργία.
Και το ταξίδι φτάνει στο τέλος… Η μεσολάβηση έχει συντελεστεί, η διορθωτική παρέμβαση έχει αρμονικά ενσωματωθεί στο σύνολο, το χρονικό κενό έχει πληρωθεί. Αποκατεστημένο από τα σημάδια του χρόνου, επαναπροσδιορισμένο μέσα στην αυθεντικότητά του, αξιοποιημένο από τη δημιουργική επενέργεια της καλλιτεχνικής συνείδησης, τα έργο τέχνης αναδείχνεται πολύπλευρα, αναμένοντας την επικοινωνία του με τον αποδέκτη.
Ένας κύκλος ολοκληρώνεται κι ένας άλλος ανοίγει. Ο φιλότεχνος, ο συλλέκτης, ο καθημερινός άνθρωπος, που συνειδητά αρνούνται την αλλοτρίωση τους στους μηχανισμούς της καταναλωτικής κοινωνίας, που συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα της Τέχνης περισσότερο από ποτέ, μέσα στις συνθήκες του σύγχρονου μεταμοντερνισμού, αποτελούν τους νέους διαχειριστές μιας επιμέρους ελάχιστης αλλά υπαρκτής, όψης της πολιτισμικής Ιστορίας, άγνωστο για πόσο χρόνο και ποιο σκοπό, σίγουρα όμως συμβάλλοντας στη διάσωση και τη συνέχισή της.
Γι’ αυτούς, για μια ακόμα φορά, η απόλαυση αποκτά μία αξία που υπερβαίνει τη λειτουργική διάσταση της καθημερινότητας και ανάγεται στην αισθητική αξία της Τέχνης, αναδείχνοντας τη διαχρονικότητα και τη μοναδικότητά της.

V Αποδοχή και κριτική αποτίμηση
Με την πολυετή παρουσία του στο χώρο της ανάπλασης, αποκατάστασης, συντήρησης και διάθεσης παλαιών επίπλων και έργων τέχνης, με την αναπτυγμένη καλλιτεχνική ευαισθησία, την ευρηματικότητα στις προτεινόμενες λύσεις και τον επιτυχή συγκερασμό της λειτουργικότητας με την αισθητική αρμοδιότητα των δημιουργημάτων του, το ΠΑΡΕΛΘΟΝ, περισσότερο από ένα καταξιωμένο παλαιοπωλείο, έχει αναδειχτεί στη συνείδηση του κοινού σε στέκι συνάντησης ανθρώπων της Τέχνης και του πολιτισμού, με εμβέλεια που υπερβαίνει κατά πολύ τα στενά γεωγραφικά όρια του τόπου στον οποίο λειτουργεί.
Τους φιλόξενους χώρους του περιεργάζονται συχνά πολιτικοί και επιχειρηματίες, συγγραφείς και επιστήμονες, καταξιωμένοι επώνυμοι επαγγελματίες αλλά και καθημερινοί περαστικοί επισκέπτες που προσελκύονται από τα όσα έχουν ακούσει γι’ αυτό από άλλους που ήδη το επισκέφθηκαν στο παρελθόν, έχουν διαβάσει και έχουν δει σε τηλεοπτικά προγράμματα, ή προσελκύονται από την εντύπωση που τους προξενεί απλά και μόνο η εξωτερική του εμφάνιση.

Αντικείμενα προς συντήρηση

ΕΝΑ ιδιαίτερον και ιδιόρρυθμον Ελληνικόν κόσμον αποτελεί το σύμπλεγμα των νήσων του Αιγαίου, και του κόσμου αυτού βασίλισσα είναι η εύανδρος Μυτιλήνη.
Ωραία και γοητευτική με τον αφαντάστως πλούσιον στολισμόν της ως κόρη εις ώραν γάμου, χαριτόβρυτος και με ιμερόεσσα εις την έκφρασιν του συνόλου της ως Αφροδίτη της Μήλου , μυροβόλος ως διανθής πορτοκαλέα , με τον γραφικώς προεξέχοντα εις το μέσον ΄΄Ολύμπον της λευκάζοντα μακρόθεν ως κρίνον εις παρθένου σφριγηλής κεφαλήν μετα πλευρά των βουνών της πολύπτυχα, καλλίγραμμα και καταπράσινα ως Ανατολίτιδος ηγεμονίδος βαρύτιμον αλουργίδα, της οποίας τα κράσπεδα πίπτουν ραθύμως γύρω του σωματός της και απλούνται με ανέκφραστον προκλητικότητα εις μίαν θάλασσαν καταγάλανον και διαυγή ως οφθαλμόν Τευτωνίδος , ημπορεί η Μυτιλήνη να διαμφισβητήση προν την αλληγορικήν παρθένον της Γραφής με τα θέλγητρα της το ’σμα των Ασμάτων του πολυπείρου Σολομώντος.
Βλέπεις από του ατμοπλοίου την ελαιοστέφανον Μυτιλήνην και η φαντασία σου διεγειρομένη από την θυμήρη και σαγηνεύουσαν θέαν της πολυθελγήτρου νήσου συλλαμβάνει την ιδέαν μιας απολιθωμένης Σειρήνος, την οποίαν παρεπλάνησε και είλκυσεν εκεί παρά το πλευρόν της η Ανατολή με την υπόσχεσιν των θελγήτρων και φρουρούν ακοίμητα από τον πόθον τα ερωτύλα κύματα του Αιγαίου.
Εις τα νωχελώς απλουσμένας επί της ράχεως των κυμάτων ακτάς της Μυτιλήνης έφεραν και έρριψαν τα άγρια θρακικά κύματα, κατά την μυθολογίαν ,την λύραν του Ορφέως η οποία ετιθάσευε τα άγρια θηρία του δρυμού και συνεκίνει και αυτούς τους λίθους. Και ακούεις ακόμη εις τον φλοίσβον των κυμάτων το εκπνέον μινύρισμα της θείας εκείνης λύρας, από το οποίον εκβακχεύονται θάλασσα και ξηρά και παρουσιάζουν την απερίγραπτον εκείνην όψην της αιωνίου θημηδίας , ήτις μεταδίδεται από την θέαν της νήσου εις την ψυχήν του επισκέπτου της.
Παράλια ήμερα και γελόεντα , άλλού μεν καντάφυτα και λοφώδη , πλασιούμενα από τας πλέον ποιητικάς αμμουδιάς, αλλού δε βραχώδη και ελαφρώς απότομα αλλ’ ανεπαισθήτως μόνον συνωφρυωμένα ως μέτωπον προσωρινώς σκλυθρωπαζούσης παρθένου ηλιόλουστα δε απ’ άκρου εις άκρον και γραφικώτατα.Δύο εισβολαί του Αιγαίου εις την νοτιοδυτικήν πλευράν της τριγωνικής νήσου σχηματίζουν δύο κόλπους από τους ωραιότερους της Ανατολής, με την πλουσιωτέραν βλάστησιν εις τα επιμήκη χείλη των, τα οποία περιφράσσονται γύρωθεν από γραφικούς καταφύτους επίσης γηλόφους ,μάτην προσπαθούντας να κατοπτρισθώσιν εις τα γαλανά και υποφρίσσοντα ύδατα. Τα στόμια αμφοτέρων των κόλπων, στενότατα και αφανή μακρόθεν, με τα δέντρα φθάνονται εκατέρωθεν μέχρι της τελευταίας σπιθαμής της ξηράς ως να έλκονται από την δροσερότητα των υδάτων προς την θάλασσαν , παρέχουν τον ωραιότερον είσπλουν τον οποίον θα ηδύνατονα φαντασθή κανείς. Αμέσως κατόπιν ευρύνονται οι κόλποι και βλέπεις τας υγράς και αποστιλβούσας επιφανείας των απλουμένας ατελευτήτως ως τεράστια κάτοπτρα εις τα έγκατα της νήσου και ανταλασσούσας αιωνίως μειδιάματα με ένα γαλανότατον ουρανόν .Από το ύψος των βουνών της Μυτιλήνης ιδία το θέαμα των δύο κόλπων με τα πέριξ αυτών γραφικότατα τοπία είναι απείρως μεγαλοπρεπές και εμπνευστικόν. Οι ελαιώνες κυριαρχούν με την βαθειάν πρασινάδα των εις τα πέριξ των κόλπων, φιλοξενούντες εις το βασίλειον των τους μυροβόλους κήπους των εσπεριδοειδών διά τους οποίους φημίζονται αμφότεροι οι κόλποι.
Πρέπει να περιηγηθή κανείς μέγα μέρος του κόσμου διά να εύρη αντίγραφον της εικόνος την οποίαν εφιλοτέχνισεν ο Δημιουργός και έθεσεν ως εν έκθεσει εις το νοτιοανατολικόν μέρος της Μυτιλήνης το οποίον κατέχει ο κόλπος της Γέρας. Ο κόλπος της Καλλονής , κατέχον τονοτιοδυτικόν μέρος , υστερεί κάπως του πρώτου εις την γραφικότητα ως και εις την αφθονίαν της βλαστήσεως της φύρωθεν ξηράς, πλεονεκτεί όμως εις τα ενυδρά προιόντα του, τα οποία τον κατέστησαν περίφημον από των αρχαιότατων χρόνων και απησχόλησαν και αυτόν τον Αριστοτέλην, ποιούντα λόγον περί των μυτύλων (χτενίων), οι οποίοι μόνον εις τα ύδατα του κόλπου εκείνου αποκτούν την εντέλειαν της γευστικότητος.
Αλλ’ ας αφήσωμεν τας κνιστικάς αρετάς του κόλπου της Καλλονής , των οποίων η ανάμνησης διεγείρη οξύ το αίσθημα της νοσταλγίας ομού μετά της ορέξεως εις τους άπαξ λαβόντας πείραν αυτών διά της αισθήσεως της γεύσεως και ας πάρωμεν το ατμόπλοιο δια την πρωτεύουσαν Μυτιλήνην, όπου είδον το φως του ηλίου και έζησαν τινές των περικλεεστέρων Ελλήνων κατά τε την αρχαιότητα και κατά την σύγχρονον μας εποχήν.
Η θέσης της νήσου εις ολίγων δεκάδων μιλίων απόστασιν από της Σμύρνης και πληστιέστερον πάσης άλλης υποδούλου μεγαλόνησου του Αιγαίου προν την Κωνσταντινούπολιν και προς τα Ελληνικά παράλια καθιστά αυτήν σπουδαιότατον εμπορικόν σταθμόν και την ανέδειξεν εν συνδυασνω μετά της εξόχου εμπορικής ιδιοφυίας των Μυτιληναίων εις περιωπήν πλούτου και ακμής. Η θέσις δε της προτεύουσης καθιστά την ωραίαν και πλούσιαν πόλιν αναλόγον με τον ακτινοβόλον αδάμαντα τον κατέχοντα το κέντρον της προσόψεως βασιλικού στέμματος. Είναι τοιαύτη η θέσις της πρωτεύουσης ώστε ολίγα μόνον ατμόπλοια εκ τω εκτελούνται τας γραμμάς της Ανατολικής Μεσογείου δύνανται να την αποφύγωσιν. Δια του λόγον τούτον η πόλις Μυτιλήνη είναι ο Πειραιεύς του Αρχιπελάγους του Αιγαίου.
Φυσικώ τω λόγω από την τουρκικήν κακοδιοίκησιν η Μυτιλήνη δεν ήτο δυνατόν να παρουσιάζη την αρμονικότητα και ευρυθμίαν των Ευρωπαικών πόλεων, απλώς δε έχει τα στοιχεία εκείνα τα οποία υπό ευνοικάς συνθήκας κάμνουν τας μεγάλας και ωραίος πόλεις. Αν όμως ληφθή άπαξ υπόψη το γεγονός ότι πρόκειται περί πόλεως εμπεπιστευμένης εις την μέριμναν και την προοδευτικότητα του Σουλτάνου, ημπορεί κανείς να ισχυρισθή άνευ δισταγμού ότι η Μυτιλήνη είναι μία από της Ανατολής, θα γείνη δε συν τω χρόνω μαργαρίτης πρώτου μεγέθους εις την ανατολικήν Μεσόγειον. Η φύσις τουλάχιστον από τούδε έχει προικίσει την Μυτιλήνην δαψιλέστατα με όλα τα στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν τας ωραίας πόλεις. Δεν μένει παρά να συμπληρώσουν οι άνθρωποι τα επίλοιπα , αφού μάλιστα δεν τοις λείπουν τα υλικά μέσα, διά να ημπορή η αρχαία πατρίς της δεκάτης των Μουσών να προκαλέση και Ευρωπαικήν πόλιν του μεγέθους της.
Ελαφρά υποχώρησις της ξηράς εις την πίεσιν των υδάτων του Αιγαίου σχηματίζει ανοικτόν αλλ’ ευλίμενον όρμον, τον μυχόν του οποίου κατέχει τεχνητός λιμήν με δύο φάρους εις τα άκρα των λιμενοβραχιόνων του. Κατά μήκος και πέραν των άκρων του λιμένος τούτου είναι εκτισμένη αμφιθεατρικώς εν μέρει η πόλις, αναρριχώμενη χαριέντως εις τα υπερκείμενα υψώματα και επιδεικνύουσα μακρόθεν εις τον ταξιδιωτην τα περικαλλέστερα των κτιρίων της και την σεσπόζουσαν του βορείου μέρους ακρόπολίν της, κτίσμα των προ της Τουρκικής κατακτήσεως κατεχόντων την νήσον Γατελούζον. ΗΧίος είναι περιώνυμος διά του κήπους οι οποίοι κατέχουν από κοινού μετά των οικίων την έκτασην της πόλεως και των προαστείων της. Από της απόψεως τούτης η πόλις Μυτιλήνη έχει πολύ περισσότερα δικαιώματα φήμης και θαυμασμού με το καταπράσινον φόντο το οποίον παρέχει εις την εικόνα της μία ατελεύτητος αλληλουχία κήπων και ελαιώνων, κατεχόντων όλην την παραλιακήν γραμμήν και στολιζόντων θαυμασίως τους χαρίεντας λόφους και το κυριαρχούν εις το θεσπέσιον πανόραμα της πόλεως όρος. Όλον το μήκος της καταφύτου παραλίας κατέχεται από μίαν ατελείωτον γραμμήν μαγευτικών επαύλεων, εις τα οποίας απολαύουν των αγαθών του πλούτου όσοι έκαμαν την τύχην των εις την Αίγυπτον, εις την Ρωσσίαν, εις την Ρουμανίαν και εις άλλας επιδεκτικάς Ελληνικής εκμεταλλεύσεως χώρας. Γραφικώτατα, χαριτωμένα και υπερήφανα από την συναίσθησιν της ωραιότητος των προβάλλουν μέσα από την πρασινάδα των υψωμάτων τα προάστια, στολίζοντας τας πλευράς και τας κορυφάς των ως παμμέγιστα μωσαικά και χαιρετίζοντα μακρόθεν τον έκθαμβον εκ της ποικιλίας του θεσπέσιου πανοράματος ταξειδιώτην.
Από Ελληνικής απόψεως η Μυτιλήνη είναι μετά την Κωνσταντινούπολιν η πλουσιωτέρα πόλις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προηγουμένη και αυτής της Σμύρνης, εις την οποία το Ελληνικόν εμπόριον ήρχισεν από πολλού να παρακμάζη. Εις τον αριθμόν των πλουσίων ομογενών και εις το σύνολον του πλούτου των η Μυτιλήνη, αριθμούσα περί τας 30000 κατοίκων, κατέχει σπουδαιότατην θέσιν εις όλην την υπόδουλων και την ελευθέραν Ελλάδα. Τούτο οφείλεται όχι μόνο εις το έκτακτον εμπορικήν ιδιοφυία των Μυτιλιναίων, αλλά και εις τα θέλγητρα αυτής της ίδιας Μυτιλήνης, τα οποία ουδέποτε λησμονούσι τα τέκνατης, αλλ’ εντρυφώσι πάντοτε εις την ανάμνησιν των όπου της γης και αν ευρίσκωνται υπερετούντα τον Κερδώον Ερμήν με τα δώρα του οποίου επιστρέφουν αργά ή γρήγορα εις την ερατεινήν πατρίδα των διά να ζήσουν εν μέσω των θελγήτρων της και να αφήνουν την τελευταίαν πνοήν εις τας φιλοστόργους αγκάλας της πολλοί ολίγοι πλούσιοι Μυτιληναίοι αποθνήσκουν ή γηράσκουν μακράν της πατρίδος των, αλλά και αυτή έχουν εν όσω ζουν τον πόθον της ευημερίας της και της περιόδου της εις το βάθος της καρδιάς των, και εις το γεγονός τούτο οφείλει η Μυτιλήνη τα ωραία και πλούσια ευαγή καθιδρύματα της, τα οποία προέκυψαν και συντιρούνται από τα ελευθέρια βαλάντια των τέκνων της.
Το Ελληνικόν Γυμνάσιον της Μυτιλήνης με τον επιβλητικώτατον λευκόν όγκον του και με την αγαστήν καλαισθητικότητα της αρχιτεκτονικής του είναι και ως κτίριον και ως εκπαιδευτικόν ίδρυμα αντάξιον της επί φιλοπατρία και φιλομουσία φήμης των Μυτιληναίων. Εδίδαξαν εις αυτό τινες εκ των μεγαλειτέρων λογίων του Γένους , οι οποίοι το κατέταξαν μεταξύ των πρώτων Ελληνικών εκπαιδευτηρίων της Ανατολής. Ο καθεδρικός ναός του Αιγίο Θεράποντος, μεγαλοπρεπέστατος και πολυτελέστατης αριτεκτονικής, διαμφισβητεί τα πρωτεία προς το Γυμνάσιον , πλησίοντου οποίου υψοί υπερηφάνως τον επιβλητικόν τρούλον του. Και αυτοί οι ολίγοι Τούρκοι της Μυτιλήνης , μόλις εις 2000-3000 ανερχόμενοι, εφιλοτιμήθησαν να στολίσουν την πόλιν , εκ του δημοσίου ταμείου εννοείται, με εν περικαλλέστατον ιδικόν των Γυμνασίου, υψούμενον εις τον πλέον περιοπτόν μέρος της πόλεως πλησίον του μεγαλοπρεπούς Διοικητηρίου και παρά τους πόδας του φρουρίου.
Η φιλοκαλία των Μυτιληναίων εκδηλούται εις τα αρχοντικά μέγαρα της αριστοκρατίας των, τα οποία θα ηδύνατο να κοσμήσουν κάθε Ευρωπαικήν πόλιν και αριθμούνται κατά εκατοντάδες εντός της πόλεως και εις τα εξοχάς της. Μερικαί από τας οδούς της Μυτιλήνης εκπλήττουν τον οφθαλμόν με την πολυτέλειαν και την καλαισθητικότητα των οικιών , αι οποίαι κατά γενικόν σχεδόν κακόνα περιβάλλονται από ωραίους κήπους επιμελέστατα.
Η σχετική ευπορία, η φιλοπονία και η προοδευτικότης είναι γενικά χαρακτηριστικά ολοκλήρου του Ελληνικού πληθυσμού της νήσου, υπερβαίνοντος σήμερον τας 120000 ενώ τους εικοσακισχιλίους περίπου μωαμεθανούς κατοίκους της Μυτιλήνης παραδέρνει η πτώχια ενσυμμαχία μετά της παχυλής αμαθείας και της γενικής αβελτηρίας . Πολύ ευφυώς και συμφώνως προς την απόλυτον αληθείαν, απήντησε ποτέ εκατομμυριούχος Μυτιληναίος εις όμιλον Ελλήνων αξιωματικών του ναυτικού, επισκεφθέντων μετά μοίτας του στόλου την Μυτιλήνην και ζητήσαντων να μάθωσι παρ’ αυτού τινας ιδιαιτέρας υπηρεσίας προσέφεραν εις το Έθνος οι Μυτιληναίοι “Αφήσαμεν τους Τούρκους συμπατριώτας μας μη έχοντας που την κεφαλήν κλίναι ΄΄.
Ούτως η Μυτιλήνη, με την αληθώς εθνικήν ταύτην εκδούλεσιν των τέκνων της, δύναται να θεωρηθή ως απολύτως Ελληνική νήσος και αναμφισβήτητως Ελληνική κληρονομιά .

Κείμενο ανυπόγραφο

 Εμπορικές πράξεις, τραπεζικές δραστηριότητες, οικονομικές συναλλαγές, εμπορική αλληλογραφία, πιστωτικά ιδρύματα, οικογένειες με οικονομική ισχύ, κτηματικές αγοραπωλησίες, βιομηχανικός εξοπλισμός, διαφήμιση…,αποτελούν μερικές όψεις της άλλοτε εύρωστης και ακμάζουσας κοινωνίας της Μυτιλήνης, η οποία, στηριζόμενη στη δυναμική της παραδοσιακής της οικονομίας ( παραγωγή-διακίνηση ελαιολάδου) ,προχωρούσε σε εμπορικές, πιστωτικές, ναυτιλιακές βιομηχανικές, τουριστικές και άλλες επενδύσεις, ο όγκος, το εύρος και η δυναμική των οποίων εντυπωσιάζουν, ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα.
Παραγγελίες βιομηχανικού εξοπλισμού για τα εργοστάσια του νησιού, σύγχρονης ( για την εποχή) τεχνολογίας σε γνωστούς οίκους της Ευρώπης, τουριστική αξιοποίηση πλουτοπαραγωγικών πόρων (θερμά λουτρά), πρότυπες “επιστημονικές ¨ καλλιέργειες ελιάς για αύξηση της παραγωγικότητας με χρησιμοποίηση συγκριτικών πινάκων και δεδομένων, ασφαλιστήρια συμβόλαια περιουσιακών στοιχείων σε μεγάλους ασφαλιστικούς οργανισμούς του εξωτερικού, εμπορικές συναλλαγές με ακμάζοντα κέντρα που παροικιακού ελληνισμού στην Ευρώπη και σε άλλες ηπείρους, αποτελούν το σταθερό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η πνευματική και πολιτιστική κίνηση του νησιού, χτίστηκαν τα επιβλητικά νεοκλασικά του και δημιουργήθηκε η “Λεσβιακή ’νοιξη” στη Λογοτεχνία και τις Τέχνες.
Ο επιμελητής